ανταλλάσσομαι

ανταλλάσσομαι
ανταλλάσσομαι, ανταλλάχθηκα και ανταλλάχτηκα, ανταλλαγμένος βλ. πίν. 95 και πρβλ. ανταλλάζομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνταλλάσσομαι — ἀνταλλάσσω exchange pres ind mp 1st sg ἀνταλλάσσω exchange pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… …   Dictionary of Greek

  • παρεναλλάσσω — Α 1. εναλλάσσω 2. παθ. παρεναλλάσσομαι α) εναλλάσσομαι β) ανταλλάσσομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”